επωαστής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επωαστής οι επωαστές
      γενική του επωαστή των επωαστών
    αιτιατική τον επωαστή τους επωαστές
     κλητική επωαστή επωαστές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επωαστής < επωάζω + -τής

Ουσιαστικό

επωαστής αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.