εποστρακίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

εποστρακίζω < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἐποστρακίζω. Συγχρονικά αναλύεται σε επ- + οστρακίζω.

Προφορά

ΔΦΑ : /e.po.stɾaˈci.zo/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εποστρακίζω

Ρήμα

εποστρακίζω, αόρ.: εποστρακίστηκα, παθ.φωνή: εποστρακίζομαι, π.αόρ.: εποστρακίσθηκα/εποστρακίστηκα, μτχ.π.π.: εποστρακισμένος

  1. παίζω το παιχνίδι του εποστρακισμού
  2. αποστρακίζω

Συγγενικά

 και δείτε τις λέξεις οστρακισμός και όστρακο

Κλίση

Μεταφράσεις

Πηγές

  • Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.