αποστρακίζω

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αποστρακίζω < (ελληνιστική κοινή) ἀποστρακίζω

Ρήμα

αποστρακίζω (παθητική φωνή: αποστρακίζομαι)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Κλίση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.