on the spot
Αγγλικά
(en)
Ετυμολογία
on the spot
<
→
δείτε
τις
λέξεις
on
,
the
και
spot
Έκφραση
on the spot
(en)
(
ιδιωματισμός
)
επί τόπου
,
επιτόπου
, στο ίδιο
μέρος
, στον ίδιο
τόπο
↪
The central facilities will be supplied by energy that will be produced
on the spot
.
Οι κεντρικές εγκαταστάσεις θα τροφοδοτούνται από ενέργεια που θα παράγεται
επί τόπου
.
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
on site
(
ιδιωματισμός
)
επί τόπου
,
επιτόπου
, την ίδια
στιγμή
,
αμέσως
≈
συνώνυμα
:
→
δείτε
τη
λέξη
immediately
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.