επισκέπτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επισκέπτρια | οι | επισκέπτριες |
| γενική | της | επισκέπτριας | των | επισκεπτριών |
| αιτιατική | την | επισκέπτρια | τις | επισκέπτριες |
| κλητική | επισκέπτρια | επισκέπτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επισκέπτρια < επισκέπτης + -τρια
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.