επισημείωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επισημείωση | οι | επισημειώσεις |
| γενική | της | επισημείωσης* | των | επισημειώσεων |
| αιτιατική | την | επισημείωση | τις | επισημειώσεις |
| κλητική | επισημείωση | επισημειώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επισημειώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
επισημείωση θηλυκό
- σημείωση πάνω στο κείμενο
- (προγραμματισμός) το ειδικό σύμβολο για την κατηγοριοποίηση μεταβλητών σε κάποιες γλώσσες προγραμματισμού, όπως το σύμβολο $ στις μεταβλητές της Perl
Αντώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.