επισημείωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επισημείωση οι επισημειώσεις
      γενική της επισημείωσης* των επισημειώσεων
    αιτιατική την επισημείωση τις επισημειώσεις
     κλητική επισημείωση επισημειώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επισημειώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ουσιαστικό

επισημείωση θηλυκό

  1. σημείωση πάνω στο κείμενο
  2. (προγραμματισμός) το ειδικό σύμβολο για την κατηγοριοποίηση μεταβλητών σε κάποιες γλώσσες προγραμματισμού, όπως το σύμβολο $ στις μεταβλητές της Perl

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.