Perl
Αγγλικά (en)

Κώδικας γραμμένος σε Perl
Ουσιαστικό
Perl (en)
- (γλώσσες προγραμματισμού) γλώσσα προγραμματισμού υψηλού επιπέδου, κυρίως κατάλληλη για επεξεργασία αρχείων κειμένου και με πλούσια βιβλιοθήκη κανονικών εκφράσεων
Γερμανικά (de)
Ετυμολογία
- Perl < → λείπει η ετυμολογία
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Perl < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.