επιπωματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιπωματίζω < αρχαία ελληνική ἐπιπωματίζω < ἐπί + πωματίζω < πῶμα
Συγγενικά
- επιπωμάτιση
- επιπωματισμένος
- επιπωματισμός
- → δείτε τις λέξεις επί και πώμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιπωματίζω | επιπωμάτιζα | θα επιπωματίζω | να επιπωματίζω | επιπωματίζοντας | |
| β' ενικ. | επιπωματίζεις | επιπωμάτιζες | θα επιπωματίζεις | να επιπωματίζεις | επιπωμάτιζε | |
| γ' ενικ. | επιπωματίζει | επιπωμάτιζε | θα επιπωματίζει | να επιπωματίζει | ||
| α' πληθ. | επιπωματίζουμε | επιπωματίζαμε | θα επιπωματίζουμε | να επιπωματίζουμε | ||
| β' πληθ. | επιπωματίζετε | επιπωματίζατε | θα επιπωματίζετε | να επιπωματίζετε | επιπωματίζετε | |
| γ' πληθ. | επιπωματίζουν(ε) | επιπωμάτιζαν επιπωματίζαν(ε) |
θα επιπωματίζουν(ε) | να επιπωματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επιπωμάτισα | θα επιπωματίσω | να επιπωματίσω | επιπωματίσει | ||
| β' ενικ. | επιπωμάτισες | θα επιπωματίσεις | να επιπωματίσεις | επιπωμάτισε | ||
| γ' ενικ. | επιπωμάτισε | θα επιπωματίσει | να επιπωματίσει | |||
| α' πληθ. | επιπωματίσαμε | θα επιπωματίσουμε | να επιπωματίσουμε | |||
| β' πληθ. | επιπωματίσατε | θα επιπωματίσετε | να επιπωματίσετε | επιπωματίστε | ||
| γ' πληθ. | επιπωμάτισαν επιπωματίσαν(ε) |
θα επιπωματίσουν(ε) | να επιπωματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιπωματίσει | είχα επιπωματίσει | θα έχω επιπωματίσει | να έχω επιπωματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιπωματίσει | είχες επιπωματίσει | θα έχεις επιπωματίσει | να έχεις επιπωματίσει | ||
| γ' ενικ. | έχει επιπωματίσει | είχε επιπωματίσει | θα έχει επιπωματίσει | να έχει επιπωματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιπωματίσει | είχαμε επιπωματίσει | θα έχουμε επιπωματίσει | να έχουμε επιπωματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιπωματίσει | είχατε επιπωματίσει | θα έχετε επιπωματίσει | να έχετε επιπωματίσει | ||
| γ' πληθ. | έχουν επιπωματίσει | είχαν επιπωματίσει | θα έχουν επιπωματίσει | να έχουν επιπωματίσει |
| |
Μεταφράσεις
επιπωματίζω
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.