επιπεφυκότας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιπεφυκότας οι επιπεφυκότες
      γενική του επιπεφυκότα των επιπεφυκότων
    αιτιατική τον επιπεφυκότα τους επιπεφυκότες
     κλητική επιπεφυκότα επιπεφυκότες
Κατηγορία όπως «αγώνας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιπεφυκότας < επιπεφυκώς

Ουσιαστικό

επιπεφυκότας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.