επιπέδωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επιπέδωση οι επιπεδώσεις
      γενική της επιπέδωσης* των επιπεδώσεων
    αιτιατική την επιπέδωση τις επιπεδώσεις
     κλητική επιπέδωση επιπεδώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επιπεδώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιπέδωση < ελληνιστική κοινή ἐπιπέδωσις

Ουσιαστικό

επιπέδωση θηλυκό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.