επινοήτρια
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επινοήτρια | οι | επινοήτριες |
| γενική | της | επινοήτριας | των | επινοητριών |
| αιτιατική | την | επινοήτρια | τις | επινοήτριες |
| κλητική | επινοήτρια | επινοήτριες | ||
| Κατηγορία όπως «θάλασσα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
επινοήτρια
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.