επινοητής

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επινοητής οι επινοητές
      γενική του επινοητή των επινοητών
    αιτιατική τον επινοητή τους επινοητές
     κλητική επινοητή επινοητές
Κατηγορία όπως «ποιητής» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επινοητής < ελληνιστική κοινή ἐπινοητής

Ουσιαστικό

επινοητής αρσενικό

  • αυτός που επινοεί ή επινόησε, ο εφευρέτης
    "επινοητής της κατασκευής της ατομικής βόμβας".

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.