επιμηκυμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | επιμηκυμένος | η | επιμηκυμένη | το | επιμηκυμένο |
| γενική | του | επιμηκυμένου | της | επιμηκυμένης | του | επιμηκυμένου |
| αιτιατική | τον | επιμηκυμένο | την | επιμηκυμένη | το | επιμηκυμένο |
| κλητική | επιμηκυμένε | επιμηκυμένη | επιμηκυμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | επιμηκυμένοι | οι | επιμηκυμένες | τα | επιμηκυμένα |
| γενική | των | επιμηκυμένων | των | επιμηκυμένων | των | επιμηκυμένων |
| αιτιατική | τους | επιμηκυμένους | τις | επιμηκυμένες | τα | επιμηκυμένα |
| κλητική | επιμηκυμένοι | επιμηκυμένες | επιμηκυμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μετοχή
(ο) επιμηκυμένος, (η) επιμηκυμένη, (το) επιμηκυμένο
- αυτός το μέγεθος του οποίου έχει αυξηθεί/επιμηκυνθεί
Μεταφράσεις
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.