επιδοτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | επιδοτήριο | τα | επιδοτήρια |
| γενική | του | επιδοτηρίου & επιδοτήριου |
των | επιδοτηρίων |
| αιτιατική | το | επιδοτήριο | τα | επιδοτήρια |
| κλητική | επιδοτήριο | επιδοτήρια | ||
| Κατηγορία όπως «πρόσωπο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επιδοτήριο < (καθαρεύουσα) ἐπιδοτήριον → δείτε τη λέξη επιδίδω
Ουσιαστικό
επιδοτήριο ουδέτερο
- (νομικός όρος) το αποδεικτικό της επίδοσης, ιδιαίτερα δικαστικού εγγράφου
Μεταφράσεις
επιδοτήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.