επιδίδω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επιδίδω < μεσαιωνική ελληνική επιδίδω < αρχαία ελληνική ἐπιδίδωμι < ἐπί + δίδωμι
Συγγενικά
- επίδοση
- επιδοτήριο
- → δείτε τις λέξεις επί και δίνω
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | επιδίδω | επέδιδα | θα επιδίδω | να επιδίδω | επιδίδοντας | |
| β' ενικ. | επιδίδεις | επέδιδες | θα επιδίδεις | να επιδίδεις | επίδιδε | |
| γ' ενικ. | επιδίδει | επέδιδε | θα επιδίδει | να επιδίδει | ||
| α' πληθ. | επιδίδουμε | επιδίδαμε | θα επιδίδουμε | να επιδίδουμε | ||
| β' πληθ. | επιδίδετε | επιδίδατε | θα επιδίδετε | να επιδίδετε | επιδίδετε | |
| γ' πληθ. | επιδίδουν(ε) | επέδιδαν επιδίδαν(ε) |
θα επιδίδουν(ε) | να επιδίδουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | επέδωσα | θα επιδώσω | να επιδώσω | επιδώσει | ||
| β' ενικ. | επέδωσες | θα επιδώσεις | να επιδώσεις | επίδωσε | ||
| γ' ενικ. | επέδωσε | θα επιδώσει | να επιδώσει | |||
| α' πληθ. | επιδώσαμε | θα επιδώσουμε | να επιδώσουμε | |||
| β' πληθ. | επιδώσατε | θα επιδώσετε | να επιδώσετε | επιδώστε | ||
| γ' πληθ. | επέδωσαν επιδώσαν(ε) |
θα επιδώσουν(ε) | να επιδώσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω επιδώσει | είχα επιδώσει | θα έχω επιδώσει | να έχω επιδώσει | ||
| β' ενικ. | έχεις επιδώσει | είχες επιδώσει | θα έχεις επιδώσει | να έχεις επιδώσει | έχε επιδομένο | |
| γ' ενικ. | έχει επιδώσει | είχε επιδώσει | θα έχει επιδώσει | να έχει επιδώσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε επιδώσει | είχαμε επιδώσει | θα έχουμε επιδώσει | να έχουμε επιδώσει | ||
| β' πληθ. | έχετε επιδώσει | είχατε επιδώσει | θα έχετε επιδώσει | να έχετε επιδώσει | έχετε επιδομένο | |
| γ' πληθ. | έχουν επιδώσει | είχαν επιδώσει | θα έχουν επιδώσει | να έχουν επιδώσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) επιδομένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) επιδομένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) επιδομένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) επιδομένο | |||||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.