επιδεικτισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο επιδεικτισμός οι επιδεικτισμοί
      γενική του επιδεικτισμού των επιδεικτισμών
    αιτιατική τον επιδεικτισμό τους επιδεικτισμούς
     κλητική επιδεικτισμέ επιδεικτισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επιδεικτισμός < επιδεικτικός + -ισμός

Ουσιαστικό

επιδεικτισμός αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.