αναμειγνύομαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

αναμειγνύομαι < παθητική φωνή του ρήματος αναμειγνύω

Ρήμα

αναμειγνύομαι, παθητική μετοχή αναμεμειγμένος

αναμειγνύω, αναμιγνύομαι, αναμιγνύω

Κλίση

 δείτε τη λέξη  αναμειγνύω

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.