επαναδιατύπωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η επαναδιατύπωση οι επαναδιατυπώσεις
      γενική της επαναδιατύπωσης* των επαναδιατυπώσεων
    αιτιατική την επαναδιατύπωση τις επαναδιατυπώσεις
     κλητική επαναδιατύπωση επαναδιατυπώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, επαναδιατυπώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επαναδιατύπωση < επ- + αναδιατύπωση

Ουσιαστικό

επαναδιατύπωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.