αναδιατύπωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αναδιατύπωση | οι | αναδιατυπώσεις |
| γενική | της | αναδιατύπωσης* | των | αναδιατυπώσεων |
| αιτιατική | την | αναδιατύπωση | τις | αναδιατυπώσεις |
| κλητική | αναδιατύπωση | αναδιατυπώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, αναδιατυπώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- αναδιατύπωση < αναδιατυπώνω + -ση
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις αναδιατυπώνω, τυπώνω και τύπος
Μεταφράσεις
αναδιατύπωση
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.