επανάκτηση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | επανάκτηση | οι | επανακτήσεις |
| γενική | της | επανάκτησης* | των | επανακτήσεων |
| αιτιατική | την | επανάκτηση | τις | επανακτήσεις |
| κλητική | επανάκτηση | επανακτήσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, επανακτήσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Συνώνυμα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.