επανακτήσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

επανακτήσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος επανακτώ
  2. θα επανακτήσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος επανακτώ

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επανακτήσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του επανάκτηση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.