επί τροχάδην
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- επί τροχάδην < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἐπὶ τροχάδην → δείτε επί, ἐπὶ & τροχάδην • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Προφορά
- ΔΦΑ : /epi‿tɾoˈxaðin/
Επίρρημα
επί τροχάδην
- (λόγιο, αρχαιοπρεπές) πολύ γρήγορα, βιαστικά, συχνά και απρόσεκτα
- ※ Αλλά για να μην τα μπερδέψει όλα αυτά, δεν υπάρχει τίποτε πιο απαραίτητο από το να Σας δείξουν καθαρά, αλλά επί τροχάδην, ολόκληρη τη διαδοχή των αιώνων.
- Μαρκέτος, Σπύρος (8 Μαρτίου 2003), Πώς θα γράφαμε μια παγκόσμια ιστορία του πολιτισμού;, Τα Νέα
- ※ Αλλά για να μην τα μπερδέψει όλα αυτά, δεν υπάρχει τίποτε πιο απαραίτητο από το να Σας δείξουν καθαρά, αλλά επί τροχάδην, ολόκληρη τη διαδοχή των αιώνων.
- επιτροχάδην (νεότερη μορφή)
Συνώνυμα
- ταχέως
- εν σπουδή
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
επί τροχάδην
|
|
Επίθετο
επί τροχάδην
- (λόγιο, αρχαιοπρεπές) γρήγορος, βιαστικός, απρόσεκτος
- ※ Στο Χρηστικό Λεξικό: [1]επί τροχάδην ανάγνωση.
Μεταφράσεις
επί τροχάδην
|
Αναφορές
- τροχάδην - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
Πηγές
- τροχάδην - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- "τροχάδην - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- τροχάδην - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.