επισταμένως

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

επισταμένως < καθαρεύουσα ἐπισταμένως[1] < ἐπιστάμενος < ἐπίσταμαι

Προφορά

ΔΦΑ : /e.pi.staˈme.nos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: επισταμένως

Επίρρημα

επισταμένως

  • (λόγιο) με ιδιαίτερη προσοχή και επιμονή στις λεπτομέρειες

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.