επάρτης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | επάρτης | οι | επάρτες |
| γενική | του | επάρτη | των | επαρτών |
| αιτιατική | τον | επάρτη | τους | επάρτες |
| κλητική | επάρτη | επάρτες | ||
| Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- επάρτης < αρχαία ελληνική ἐπαίρω + -της < ἐπί + αἴρω
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη αίρω
Μεταφράσεις
επάρτης
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.