εξιδανικεύσεις

Νέα ελληνικά (el)

Ρηματικός τύπος

εξιδανικεύσεις

  1. (να, ας, αν, ίσως κλπ) β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος εξιδανικεύω
  2. θα εξιδανικεύσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος εξιδανικεύω

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

εξιδανικεύσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του εξιδανίκευση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.