εξαργύρωση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εξαργύρωση οι εξαργυρώσεις
      γενική της εξαργύρωσης* των εξαργυρώσεων
    αιτιατική την εξαργύρωση τις εξαργυρώσεις
     κλητική εξαργύρωση εξαργυρώσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, εξαργυρώσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εξαργύρωση < εξαργυρώνω + -ση

Ουσιαστικό

εξαργύρωση θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.