εξανεμίζομαι
Νέα ελληνικά (el)
Ρήμα
εξανεμίζομαι
- μέση και παθητική μορφή του: εξανεμίζω
- ξοδεύομαι άσκοπα
- ολόκληρες περιουσίες εξανεμίστηκαν στο χρηματιστήριο
- (κατ’ επέκταση) εξαφανίζομαι
- μετά την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εξανεμίστηκε κάθε ελπίδα για επιστροφή των χρημάτων τους
- ξοδεύομαι άσκοπα
- εξαερώνομαι
- εξατμίζομαι
Μεταφράσεις
εξανεμίζομαι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.