εξακοσιοστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εξακοσιοστός η εξακοσιοστή το εξακοσιοστό
      γενική του εξακοσιοστού της εξακοσιοστής του εξακοσιοστού
    αιτιατική τον εξακοσιοστό την εξακοσιοστή το εξακοσιοστό
     κλητική εξακοσιοστέ εξακοσιοστή εξακοσιοστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εξακοσιοστοί οι εξακοσιοστές τα εξακοσιοστά
      γενική των εξακοσιοστών των εξακοσιοστών των εξακοσιοστών
    αιτιατική τους εξακοσιοστούς τις εξακοσιοστές τα εξακοσιοστά
     κλητική εξακοσιοστοί εξακοσιοστές εξακοσιοστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

εξακοσιοστός < ελληνιστική κοινή ἑξακοσιοστός

Επίθετο

εξακοσιοστός

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.