ἀκολουθέω

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἀκολουθέω < ἀκόλουθος ( α αθροιστικό + κέλευθος)

Ρήμα

ἀκολουθέω-ἀκολουθῶ

  1. περπατώ ή κινούμαι γενικά στο δρόμο πίσω από κάποιον άλλο
  2. συνοδεύω
  3. συμφωνώ


Συγγενικά

  • ἀκολούθησις
  • ἀκολουθητέον
  • ἀκολούθημα
  • ἀκολουθητικός

Σύνθετα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.