εξακολουθητικά
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- εξακολουθητικά < εξακολουθητικός
Μεταφράσεις
εξακολουθητικά
|
→ δείτε τη λέξη συνεχώς |
Κλιτικός τύπος επιθέτου
εξακολουθητικά
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του εξακολουθητικός
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.