εξάστιχος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εξάστιχος | η | εξάστιχη | το | εξάστιχο |
| γενική | του | εξάστιχου | της | εξάστιχης | του | εξάστιχου |
| αιτιατική | τον | εξάστιχο | την | εξάστιχη | το | εξάστιχο |
| κλητική | εξάστιχε | εξάστιχη | εξάστιχο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εξάστιχοι | οι | εξάστιχες | τα | εξάστιχα |
| γενική | των | εξάστιχων | των | εξάστιχων | των | εξάστιχων |
| αιτιατική | τους | εξάστιχους | τις | εξάστιχες | τα | εξάστιχα |
| κλητική | εξάστιχοι | εξάστιχες | εξάστιχα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εξάστιχος < (λόγιο δάνειο) ελληνιστική κοινή ἑξάστιχος[1], μορφολογικά αναλύεται εξά- + στίχος
Μεταφράσεις
εξάστιχος
|
|
- εξάστιχος - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.