εν περιλήψει
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Έκφραση
εν περιλήψει
- (λόγιο) με περίληψη, περιληπτικά, σύντομα
- ↪ το όλο θέμα εν περιλήψει έχει ως ακολούθως
- ↪ εν περιλήψει είναι όλες οι σηματικές αναφορές
Συνώνυμα
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εν περιλήψει
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.