λακωνικώς
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- λακωνικώς < (διαχρονικό δάνειο) καθαρεύουσα λακωνικῶς < μεσαιωνική ελληνική λακωνικῶς < ελληνιστική κοινή λακωνικῶς < αρχαία ελληνική λακωνικῶς < λακωνικ(ός) + -ῶς
Επίρρημα
λακωνικώς
- (λόγιο, σπάνιο) λακωνικά, λιγόλογα
- ≈ συνώνυμα: εν ολίγοις, δι᾿ ολίγων, διά βραχέων
- ≠ αντώνυμα: σχοινοτενώς
Μεταφράσεις
λακωνικώς
|
|
Πηγές
- λακωνικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.