ενστασιολογία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ενστασιολογία οι ενστασιολογίες
      γενική της ενστασιολογίας των ενστασιολογιών
    αιτιατική την ενστασιολογία τις ενστασιολογίες
     κλητική ενστασιολογία ενστασιολογίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενστασιολογία < ἔνστασι(ς) + -ο- + -λογία  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Ουσιαστικό

ενστασιολογία θηλυκό

  1. η συνεχής αμφισβήτηση
  2. (νομικός όρος) η συνεχής υποβολή ενστάσεων

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.