ενστασιολογία
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | ενστασιολογία | οι | ενστασιολογίες |
| γενική | της | ενστασιολογίας | των | ενστασιολογιών |
| αιτιατική | την | ενστασιολογία | τις | ενστασιολογίες |
| κλητική | ενστασιολογία | ενστασιολογίες | ||
| Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
Μεταφράσεις
ενστασιολογία
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.