ορχηστρικός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ορχηστρικός | η | ορχηστρική | το | ορχηστρικό |
| γενική | του | ορχηστρικού | της | ορχηστρικής | του | ορχηστρικού |
| αιτιατική | τον | ορχηστρικό | την | ορχηστρική | το | ορχηστρικό |
| κλητική | ορχηστρικέ | ορχηστρική | ορχηστρικό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ορχηστρικοί | οι | ορχηστρικές | τα | ορχηστρικά |
| γενική | των | ορχηστρικών | των | ορχηστρικών | των | ορχηστρικών |
| αιτιατική | τους | ορχηστρικούς | τις | ορχηστρικές | τα | ορχηστρικά |
| κλητική | ορχηστρικοί | ορχηστρικές | ορχηστρικά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Επίθετο
ορχηστρικός, -ή, -ό
- που αναφέρεται σε μια ορχήστρα (σύνολο μουσικών οργάνων που εκτελούν μαζί ένα μουσικό έργο)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.