εννιάρι
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εννιάρι | τα | εννιάρια |
| γενική | του | εννιαριού | των | εννιαριών |
| αιτιατική | το | εννιάρι | τα | εννιάρια |
| κλητική | εννιάρι | εννιάρια | ||
| Οι καταλήξεις -ιού, -ια, -ιών προφέρονται με συνίζηση. | ||||
| Κατηγορία όπως «τραγούδι» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||

τα τέσσερα εννιάρια της τράπουλας

το εννιάρι μιας ομάδας μπάσκετ
Ουσιαστικό
εννιάρι ουδέτερο
- το ψηφίο εννιά
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελείται από εννιά ομοειδή αντικείμενα
- διαμέρισμα με εννιά κύρια δωμάτια
- (κατ’ επέκταση) κάθε τι που αποτελεί τυποποιημένο μέγεθος 9
- το τραπουλόχαρτο με τον αριθμό 9
- βαθμός σε εξετάσεις
- (αθλητισμός) ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται στην κεντροεπιθετική θέση της σύνθεσης
Συγγενικά
- εννιάρα
- εννιαράκι
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.