ενιστικός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ενιστικός η ενιστική το ενιστικό
      γενική του ενιστικού της ενιστικής του ενιστικού
    αιτιατική τον ενιστικό την ενιστική το ενιστικό
     κλητική ενιστικέ ενιστική ενιστικό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ενιστικοί οι ενιστικές τα ενιστικά
      γενική των ενιστικών των ενιστικών των ενιστικών
    αιτιατική τους ενιστικούς τις ενιστικές τα ενιστικά
     κλητική ενιστικοί ενιστικές ενιστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ενιστικός < ενισμός + ιστικός

Επίθετο

ενιστικός

  • (φιλοσοφία) που έχει σχέση με τον ενισμό ή αναφέρεται σ’ αυτόν

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.