ενθύμημα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ενθύμημα τα ενθυμήματα
      γενική του ενθυμήματος των ενθυμημάτων
    αιτιατική το ενθύμημα τα ενθυμήματα
     κλητική ενθύμημα ενθυμήματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ενθύμημα < αρχαία ελληνική ἐνθύμημα

Ουσιαστικό

ενθύμημα ουδέτερο

  1. άλλη μορφή του ενθύμιο
  2. (σπάνιο) άλλη μορφή του ενθύμηση

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.