ενεργοποιούμαι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ενεργοποιούμαι < παθητική φωνή του ενεργοποιώ

Προφορά

ΔΦΑ : /e.neɾ.ɣo.piˈu.me/

Ρήμα

ενεργοποιούμαι, πρτ.: ενεργοποιούμουν, στ.μέλλ.: θα ενεργοποιηθώ, αόρ.: ενεργοποιήθηκα, μτχ.π.π.: ενεργοποιημένος

  1. με ενεργοποιούν, με καθιστούν ενεργό, με θέτουν σε λειτουργία
    ο εκρηκτικός μηχανισμός ενεργοποιήθηκε από απόσταση με κινητό τηλέφωνο
  2. (για ανθρώπους) αρχίζω να ενεργώ σε έναν τομέα, αναπτύσσω δραστηριότητα, δραστηριοποιούμαι

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.