ενδότερα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /enˈðo.te.ɾa/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ενδότερα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις   πληθυντικός  
ονομαστική τα ενδότερα
      γενική των ενδότερων
    αιτιατική τα ενδότερα
     κλητική ενδότερα
Κατηγορία όπως «σίδερο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
ενδότερα < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου ενδότερος < ελληνιστική κοινή ἐνδότερος < αρχαία ελληνική ἔνδον

Ουσιαστικό

ενδότερα ουδέτερο, μόνο στον πληθυντικό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ενδότερα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ενδότερα

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.