ἐνδότερος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ελληνιστική κοινή (αρχαία κλίση) δε μαρτυρείται δυϊκός αριθμός | ||||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ὁ | ἐνδότερος | ἡ | ἐνδοτέρᾱ | τὸ | ἐνδότερον |
| γενική | τοῦ | ἐνδοτέρου | τῆς | ἐνδοτέρᾱς | τοῦ | ἐνδοτέρου |
| δοτική | τῷ | ἐνδοτέρῳ | τῇ | ἐνδοτέρᾳ | τῷ | ἐνδοτέρῳ |
| αιτιατική | τὸν | ἐνδότερον | τὴν | ἐνδοτέρᾱν | τὸ | ἐνδότερον |
| κλητική ὦ! | ἐνδότερε | ἐνδοτέρᾱ | ἐνδότερον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| ονομαστική | οἱ | ἐνδότεροι | αἱ | ἐνδότεραι | τὰ | ἐνδότερᾰ |
| γενική | τῶν | ἐνδοτέρων | τῶν | ἐνδοτέρων | τῶν | ἐνδοτέρων |
| δοτική | τοῖς | ἐνδοτέροις | ταῖς | ἐνδοτέραις | τοῖς | ἐνδοτέροις |
| αιτιατική | τοὺς | ἐνδοτέρους | τὰς | ἐνδοτέρᾱς | τὰ | ἐνδότερᾰ |
| κλητική ὦ! | ἐνδότεροι | ἐνδότεραι | ἐνδότερᾰ | |||
| δυϊκός | ||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἐνδοτέρω | τὼ | ἐνδοτέρᾱ | τὼ | ἐνδοτέρω |
| γεν-δοτ | τοῖν | ἐνδοτέροιν | τοῖν | ἐνδοτέραιν | τοῖν | ἐνδοτέροιν |
| 2η&1η κλίση, Κατηγορία 'λόγιος' όπως «λόγιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ἐνδότερος (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἔνδον (επίρρημα) + -τερος
Συγγενικά
- υπερθετικός βαθμός: ἐνδότατος
- ἐνδοτέρω
- → δείτε τη λέξη ἔνδον
Πηγές
- ἐνδότερος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.