ενδημισμός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ενδημισμός | οι | ενδημισμοί |
| γενική | του | ενδημισμού | των | ενδημισμών |
| αιτιατική | τον | ενδημισμό | τους | ενδημισμούς |
| κλητική | ενδημισμέ | ενδημισμοί | ||
| Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ενδημισμός < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική endémisme < αρχαία ελληνική ἔνδημος
Μεταφράσεις
ενδημισμός
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.