ΕΚ
Νέα ελληνικά (el)
Συντομομορφή
Ε.Κ. θηλυκό άκλιτο αρκτικόλεξο
- αρχικά, μία από τις τρεις κοινότητες που ιδρύθηκαν σε ορισμένους τομείς της ευρωπαϊκής οικονομίας (ΕΚΑΧ, ΕΟΚ, Ευρατόμ και στη συνέχεια, το απλουστευμένο όνομα της μεγαλύτερης από αυτές τις τρεις κοινότητες, της ΕΟΚ
- παλαιότερο ελληνικό πολιτικό κόμμα υπό τον Γεώργιο Παπανδρέου (αντίπαλο κόμμα η ΕΡΕ)
- σύγχρονο ελληνικό πολιτικό κόμμα υπό τον Βασίλη Λεβέντη
- η κίνηση των αεροσκαφών στον αέρα, η εναέρια κυκλοφορία[1]
Αναφορές
- ΟΜΕΟΔΕΚ (2015). Αγγλοελληνικό γλωσσάριο όρων Διαχείρισης Εναέριας Κυκλοφορίας (ΔΕΚ). Αθήνα: Υπηρεσία Πολιτικής Αεροπορίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.