εμφιαλωτήριο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | εμφιαλωτήριο | τα | εμφιαλωτήρια |
| γενική | του | εμφιαλωτήριου & εμφιαλωτηρίου |
των | εμφιαλωτήριων & εμφιαλωτηρίων |
| αιτιατική | το | εμφιαλωτήριο | τα | εμφιαλωτήρια |
| κλητική | εμφιαλωτήριο | εμφιαλωτήρια | ||
| Οι δεύτεροι τύποι, παλιότεροι, λόγιοι. | ||||
| Κατηγορία όπως «βούτυρο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Μεταφράσεις
εμφιαλωτήριο
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.