εμπειροπόλεμος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμπειροπόλεμος | η | εμπειροπόλεμη | το | εμπειροπόλεμο |
| γενική | του | εμπειροπόλεμου | της | εμπειροπόλεμης | του | εμπειροπόλεμου |
| αιτιατική | τον | εμπειροπόλεμο | την | εμπειροπόλεμη | το | εμπειροπόλεμο |
| κλητική | εμπειροπόλεμε | εμπειροπόλεμη | εμπειροπόλεμο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμπειροπόλεμοι | οι | εμπειροπόλεμες | τα | εμπειροπόλεμα |
| γενική | των | εμπειροπόλεμων | των | εμπειροπόλεμων | των | εμπειροπόλεμων |
| αιτιατική | τους | εμπειροπόλεμους | τις | εμπειροπόλεμες | τα | εμπειροπόλεμα |
| κλητική | εμπειροπόλεμοι | εμπειροπόλεμες | εμπειροπόλεμα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εμπειροπόλεμος < (ελληνιστική κοινή) ἐμπειροπόλεμος < ἔμπειρος + πόλεμος
Αντώνυμα
Μεταφράσεις
εμπειροπόλεμος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.