εμπειρογνωμοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | εμπειρογνωμοσύνη | οι | εμπειρογνωμοσύνες |
| γενική | της | εμπειρογνωμοσύνης | των | εμπειρογνωμοσυνών |
| αιτιατική | την | εμπειρογνωμοσύνη | τις | εμπειρογνωμοσύνες |
| κλητική | εμπειρογνωμοσύνη | εμπειρογνωμοσύνες | ||
| Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- εμπειρογνωμοσύνη < εμπειρογνώμονας + -οσύνη
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη εμπειρογνώμων
Μεταφράσεις
εμπειρογνωμοσύνη
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.