εμμηνορρυσιακός
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | εμμηνορρυσιακός | η | εμμηνορρυσιακή | το | εμμηνορρυσιακό |
| γενική | του | εμμηνορρυσιακού | της | εμμηνορρυσιακής | του | εμμηνορρυσιακού |
| αιτιατική | τον | εμμηνορρυσιακό | την | εμμηνορρυσιακή | το | εμμηνορρυσιακό |
| κλητική | εμμηνορρυσιακέ | εμμηνορρυσιακή | εμμηνορρυσιακό | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | εμμηνορρυσιακοί | οι | εμμηνορρυσιακές | τα | εμμηνορρυσιακά |
| γενική | των | εμμηνορρυσιακών | των | εμμηνορρυσιακών | των | εμμηνορρυσιακών |
| αιτιατική | τους | εμμηνορρυσιακούς | τις | εμμηνορρυσιακές | τα | εμμηνορρυσιακά |
| κλητική | εμμηνορρυσιακοί | εμμηνορρυσιακές | εμμηνορρυσιακά | |||
| Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- εμμηνορρυσιακός < εμμηνορρυσία + -ακός
Μεταφράσεις
εμμηνορρυσιακός
|
Πηγές
- εμμηνορρυσιακός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- εμμηνορρυσιακός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
- εμμηνορρυσιακός - Αναστασιάδη - Συμεωνίδη, Άννα (2003). Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής. Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη. (συντομογραφίες)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.