ελληνόγλωσσος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ελληνόγλωσσος η ελληνόγλωσση το ελληνόγλωσσο
      γενική του ελληνόγλωσσου της ελληνόγλωσσης του ελληνόγλωσσου
    αιτιατική τον ελληνόγλωσσο την ελληνόγλωσση το ελληνόγλωσσο
     κλητική ελληνόγλωσσε ελληνόγλωσση ελληνόγλωσσο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ελληνόγλωσσοι οι ελληνόγλωσσες τα ελληνόγλωσσα
      γενική των ελληνόγλωσσων των ελληνόγλωσσων των ελληνόγλωσσων
    αιτιατική τους ελληνόγλωσσους τις ελληνόγλωσσες τα ελληνόγλωσσα
     κλητική ελληνόγλωσσοι ελληνόγλωσσες ελληνόγλωσσα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ελληνόγλωσσος < Ελλάδα + γλώσσα

Επίθετο

ελληνόγλωσσος

  1. που είναι σε ελληνική γλώσσα
    Μέτρα για την Ελληνόγλωσση παιδεία στο εξωτερικό
    Έντυπα ελληνόγλωσσα περιοδικά Κεντρικής Βιβλιοθήκης
  2. που μιλά ελληνικά
    Η καταγραφή των εντύπων που απευθύνονται σε ελληνόγλωσσο αναγνωστικό κοινό, εντύπων γραμμένων σε γλώσσα ελληνική με αποδέκτες ελληνόφωνους και ελληνόγλωσσους πληθυσμούς

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.