ελληνοχριστιανισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ελληνοχριστιανισμός οι ελληνοχριστιανισμοί
      γενική του ελληνοχριστιανισμού των ελληνοχριστιανισμών
    αιτιατική τον ελληνοχριστιανισμό τους ελληνοχριστιανισμούς
     κλητική ελληνοχριστιανισμέ ελληνοχριστιανισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ελληνοχριστιανισμός < ελληνο- + χριστιανισμός

Προφορά

ΔΦΑ : /e.li.no.xɾis.tça.niˈzmos/ & /e.li.no.xɾis.ti̯a.niˈzmos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ελληνοχριστιανισμός

Ουσιαστικό

ελληνοχριστιανισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.