ελληνορωμαϊκή

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η ελληνορωμαϊκή
      γενική της ελληνορωμαϊκής
    αιτιατική την ελληνορωμαϊκή
     κλητική ελληνορωμαϊκή
Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία 1

ελληνορωμαϊκή < (εννοείται η πάλη) θηλυκό γένος του επιθέτου ελληνορωμαϊκός (βλ. παρακάτω)

Ουσιαστικό

ελληνορωμαϊκή θηλυκό, μόνο στον ενικό

Μεταφράσεις

Ετυμολογία 2

ελληνορωμαϊκή < κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ελληνορωμαϊκή

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.